- αεί
- επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάνταστα νεοελλ. μόνον ως α' συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας προελεύσεως (π.χ. ἀειθαλής, ἀείβιος κ. λ. π.) και στη φρ. «νυν και αεί», η οποία προήλθε από το εκκλ. «νῡν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!», που λέγεται στο τέλος εκφωνήσεων και ευχών(νεοελλ. φρ.) «στο νυν και αεί», στο κρισιμότερο, στο πιο επικίνδυνο σημείο«βρίσκομαι», «είμαι», «έφτασα», ή «ήρθα στο νυν και αεί», δηλ. στο έσχατο, στο πιο κρίσιμο σημείοαρχ.Ι. συχνά επιτείνεται η σημ. τού επιρρ. με άλλους προσδιορισμούς«ἀεὶ καθ’ ἡμέραν», «καθ’ ἡμέραν ἀεί», «ἀεί καὶ καθ’ ἡμέραν», «ἀεὶ κατ’ ἐνιαυτόν», «ἀεὶ διὰ βίου» (πάντοτε, καθημερινά, για πάντα)«ἀεί κοτε», «ἀεί ποτέ» (από παλιά, ανέκαθεν), «ἀεὶ πανταχοῡ» (παντού και πάντα), «δεῡρ’ ἀεί» (μέχρι τώρα, μέχρι τούδε), «διὰ παντὸς ἀεί» (για πάντα), «συνεχὲς ἀεί» (διαρκώς, συνεχώς)ΙΙ. (με άρθρο)1. ο εκάστοτε, ο κάθε φορά«ὁ αἰεὶ βασιλεύων» (ο εκάστοτε βασιλιάς)2. ο καθένας«ὁ αἰεὶ ἐντὸς γιγνόμενος» (καθένας που έμπαινε μέσα)3. ως ουσ. τὸ ἀείη αιωνιότητα4. φρ. «ὁ ἀεὶ χρόνος», η αιωνιότητα«οἱ ἀεὶ ὄντες», οι αθάνατοι«τοῑσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι», στους διά παντός απογόνους αυτών (Ηρόδ. 1, 105)ΙΙΙ. (σε φράσεις με χαρακτήρα γνωμικού ή ρητού) «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων», να προσπαθείς να πρωτεύεις πάντοτε και να ξεχωρίζεις από τους άλλους (Ιλ. Ζ 208)«ἀεὶ ὁ Θεός γεωμετρεῖ» ή «ἀεὶ γεωμετρεῖν τὸν Θεόν», φρ. που αποδίδεται στον Πυθαγόρα, τον Ευκλείδη και τον Πλάτωνα και σημαίνει ότι κάποια γεωμετρική αντίληψη επικρατεί σε όλες τις εκδηλώσεις τής δημιουργίαςΙV. παροιμ. «ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι», που σημαίνει ό,τι και η νεοελλ. «ξέρει ο Θεός τί κάνει»«ἀεὶ κολοιός ποτέ κολοιὸν ἱζάνει» (κάθεται κοντά) και «ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει» (πλησιάζει), που είναι συνών. με τη νεοελλ. «όμοιος τον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα»«ἀεὶ Λεοντῑνοι περὶ τοὺς κρατῆρας» (για όσους ασχολούνται διαρκώς με τα ίδια πράγματα)«ἀεὶ τὰ πέρυσι βελτίω», συνών. με τη νεοελλ. «κάθε πέρυσι και καλύτερα»«ἀεί τις ἐν Κύδωνος», μακάρι να βρίσκεται πάντα κανείς στο σπίτι τού Κύδωνος (Κρητικού ήρωα, που φημιζόταν για τη φιλοξενία του).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ἀεί αποτελεί φωνητικό σχηματισμό, ο οποίος «αίρει τη χασμωδία» τής λ. αἰεί μετά τη σίγηση τού Fτο αἰεί < aἰFεί, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F < *αἰFεσι, με σίγηση τού -σ- μεταξύ φωνηέντων. Ο τ. *αἰFεσι, τοπ., σχηματίζεται από επαυξημένη με -σ- μορφή θ., το οποίο ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *aiu- (= ζωτικότητα, ζωτική δύναμη), απ' όπου η σημασία τής διάρκειας, τής αιωνιότητας. Ο αυτός τ. θέματος με σιγματική επαύξηση υπάρχει χωρίς κατάληξη στο δωρ. αἰες και στην Αιτ. aἰῶ > (< *aἰFoσa). Οι τ. αἰών και αἰέν (< *αἰFέν) παράγονται από θέμα επαυξημένο με -ν-. Οι διαλεκτικοί τύποι, αιολ. αἶι(ν), ἄι(ν) < *aἰFi(v) διασώζουν θ. σε -u. Στη Λατ. διασώζεται η αυτή μορφή θ.πρβλ. aevum, aetas < aevitas (πρβλ. γαλλ. age, αγγλ. age), aeternus < aeviternus (πρβλ. γαλλ. eternel, αγγλ. eternal).ΠΑΡ. ἀείδιοςαρχ.ἀείδιος.ΣΥΝΘ. αειθαλής, αεικίνητος, αείμνηστος, αειπάρθενος, αειφανής, αειφυγία, αείφυλλος, αείφωτος, αείχλωροςαρχ.ἀειβρυής, ἀειγενετήρ, ἀειγενέτης, ἀειγένητος, ἀειγεννητής, ἀειδουλεία, ἀείδουλος, ἀειθανής, ἀειθερής, ἀείθουρος, ἀειθρύλητος, ἀείλαλος, ἀειλαμπής, ἀειλιβής, ἀείλιχνος, ἀειλογία, ἀειμεταβόλος, ἀειμνημόνευτος, ἀείναος, ἀειναῦται, ἀείνηστις, ἀειπαθής, ἀείποτε, άείροος, ἀείρυτος, ἀεισθενής, ἀείσιτος, ἀείσκωψ, ἀειστρεφής, ἀεισύμφορος, ἀειτελής, ἀειφανής, ἀείφατος, ἀειφεγγής, ἀείφθογγος, ἀειφλεγής, ἀειφόρος, ἀειφρούρητος, ἀείφρουροςαρχ.-μσν.ἀεισέβαστος, ἀειχρόνιοςμσν.ἀείβολος, ἀείβρυτος, ἀειγονεύς, ἀείδακρυς, ἀείζωτος, ἀείκλαυτος, ἀείνομος, ἀειπαρθενεύω, ἀειπαθής, ἀειπόθητος, ἀειρέεθρος, ἀειστένακτος, ἀείστροφος, ἀείτρεπτος, ἀειτρεφής, ἀείυπνος, ἀειχανής, ἀειχείμαστοςμσν.- νεοελλ.ἀεικύμαντος, ἀειμακάριστος(νεοελλ. λογίας προελεύσεως) αειαγάπητος, αείβιος, αείδωτος, αεικλεής, αείκρουστος, αειμαχία, αειμειδής, αειμέριμνος, αείμολπος, αεινεφής, αειπαγής, αειπράσινος, αεισάλευτος, αείσειστος, αεισκίαστος, αεισκότεινος, αειτάραχος, αειφάγος].
Dictionary of Greek. 2013.